τέμνοντας

τέμνοντας
τέμνω
cut
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταδεικνύω — και καταδείχνω (AM καταδεικνύω, Α και καταδείκνυμι) 1. ανακαλύπτω ή επινοώ κάτι και τό κάνω γνωστό («τὸν Ταρτησσὸν οὗτοι εἰσι οἱ καταδέξαντες», Ηρόδ.) 2. έχω και προβάλλω αποδείξεις για να επικυρώσω κάτι, αποδεικνύω μσν. κατασκευάζω αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ορθοτομώ — (ΑΜ ὀρθοτομῶ, έω) [ορθοτόμος (Ι)] 1. τέμνω σε ευθεία γραμμή, ευθυγραμμίζω τέμνοντας 2. μτφ. δίνω την ορθή κατεύθυνση, ερμηνεύω ή διδάσκω κάτι σωστά …   Dictionary of Greek

  • Βαρδούσια όρη — Ορεινό συγκρότημα της κεντρικής Στερεάς Ελλάδας, συνέχεια της οροσειράς της νότιας Πίνδου. Εκτείνονται με ΝΑ κατεύθυνση Δ της Γκιόνας (από την οποία τα χωρίζει η κοιλάδα του Μόρνου), στη Φθιώτιδα και κυρίως στη Φωκίδα, όπου βρίσκεται και η… …   Dictionary of Greek

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”